τομώ — άω, Α [τομή / τόμος] έχω ανάγκη τομής, εγχείρησης … Dictionary of Greek
τομῷ — τομάω need cutting pres opt act 3rd sg τομός cutting masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τόμω — Τόμος slice masc/fem/neut nom/voc/acc dual Τόμος slice masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόμω — τόμος slice masc nom/voc/acc dual τόμος slice masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τόμῳ — Τόμος slice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόμῳ — τόμος slice masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τόμωι — Τόμῳ , Τόμος slice masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόμωι — τόμῳ , τόμος slice masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχοτομώ — (I) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ διαιρώ σε τρία μέρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. τρίχα «σε τρία μέρη» + τομῶ (< τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. διχο τομῶ]. (II) τριχοτομῶ, έω, ΝΑ αποκόπτω τις τρίχες, αποτριχώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + τομῶ (<… … Dictionary of Greek
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek